-
1 εὐκαιρέω
εὐκαιρ-έω (late, acc. to Phryn.103),A have opportunity, leisure or time, PSI4.342.2 (iii B.C.), Plb.20.9.4, 1 Ep.Cor.16.12, etc.: c. inf.,οὐδὲ φαγεῖν ηὐκαίρουν Ev.Marc.6.31
, cf. Plu.2.223d, Luc.Am.33;τοῦ διαβῆναι PEleph.29.7
(iii B.C.).II τινι or εἴς τι, devote one's leisure to a thing,εὐ. τοῖς ἀθανάτοις ἑαυτοῦ Chio Ep.16.6
; εὐ. εἰς οὐδὲν ἕτερον ἢ .. Act.Ap.17.21.III enjoy good times, prosper, Plb.4.60.10;τοῖς βίοις Id.32.5.12
: in this sense also εὐκαιρέομαι, Posidon.59 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαιρέω
-
2 εὐκαιρέω
εὐκαιρέω impf. εὐκαίρουν Mk 6:31 and ηὐκαίρουν Ac 17:21 (s. W-S. §12, 5b; B-D-F §67, 1); 1 aor. subj. εὐκαιρήσω (s. two next entries and καιρός; Polyb. et al.; ins, pap) to experience a favorable time or occasion for some activity, have time, leisure, opportunity (Phryn. 125 Lob. οὐ λεκτέον, ἀλλʼ εὖ σχολῆς ἔχειν) abs. (Polyb. 20, 9, 4; pap) ἐλεύσεται ὅταν εὐκαιρήσῃ as soon as he finds an opportunity 1 Cor 16:12 (cp. PEleph 29, 7 [III B.C.] ἐὰν δὲ μὴ εὐκαιρῇς τοῦ διαβῆναι; UPZ 71, 18 [152 B.C.]). W. inf. foll. (Plut., Mor. 223; Ps.-Lucian, Amor. 33) φαγεῖν have time to eat Mk 6:31 (cp. PSI 425, 29 [III B.C.] εἰ δὲ μὴ εὐκαιρεῖ τις τῶν παρά σοι γραμματέων, ἀπόστειλόν μοι κτλ.). W. εἴς τι and inf. foll. εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν used to spend their time in nothing else than telling Ac 17:21.—DELG s.v. καιρός. M-M. TW. Spicq. -
3 πέραν
A on the other side, across, in early Poets always c. gen., esp. of water,νήσων αἳ ναίουσι π. ἁλός Il.2.626
;πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε π. ἁλός 24.752
(never in Od.);π. κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Hes.Th. 215
; π. Χάεος ζοφεροῖο ib. 814;π. πόντοιο Pi.N.5.21
;τὰ π. τοῦ Ἴστρου Hdt.5.9
;πόντου π. τραφεῖσαν A.Ag. 1200
;πολιοῦ π. πόντου S.Ant. 334
(lyr.); π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ, Th.2.67, X. An.4.3.3; π. Ἕβρον is corrupt in E.HF 386 (leg. Ἕβρου).2 abs., on the other side, esp. of water,προσορμίζεσθαι.. π. ἐν τῇ Ῥηναίῃ Hdt. 6.97
;π. εἶναι X.An.2.4.20
, 3.5.12, etc.; π. γενέσθαι ib.6.5.22.3 with Verbs of motion, folld. by εἰς, over or across to..,π. ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Hdt.8.36
;π. εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι X.An.7.2.2
;διαπλεύσαντες π. τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας Th.1.111
; also without εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες π. having crossed over (sc. ἐς τὴν ἤπειρον), Hdt.6.44.4 freq. c. Art.,διαβιβάζεσθαι εἰς τὸ π. τοῦ ποταμοῦ X.An. 3.5.2
; διέβη εἰς τὸ π. Id.HG1.3.17; ἐν τῷ π. Id.An.4.3.11; τὰ π. things done on the opposite side, ib.4.3.24; τὰ π. πράγματα, opp. τὰ ἐπὶ τάδε, Plb.3.97.5; οἱ π. those on the other side, Plu.Mar.23; ἡ ὄχθη ἡ π. Arr.An.5.10.2.II over against, opposite, c. gen.,π. ἱερῆς Εὐβοίης Il.2.535
: freq. in Paus., 2.22.2, 5.15.8,al.III less freq. = πέρα (A), beyond, c. gen.,π. Νείλοιο παγᾶν Pi.I.6(5).23
;π. γε πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν E.Hipp. 1053
, cf. Alc. 585 (lyr.), Supp. 676.IV right through,καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Hp.Mochl.37
; ἐς τὸ π. Id.Art. 11.—π. c. gen. usu. precedes its case, but follows it in A.l.c., Paus. 5.15.8. (Cf. πέρα (B).)
См. также в других словарях:
πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… … Dictionary of Greek
παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… … Dictionary of Greek